- Προκόπιος
- Προκόπιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… … Dictionary of Greek
Άγιος Προκόπιος — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 326 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 153 κάτ.) του voμού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης. 3.… … Dictionary of Greek
Прокопий историк — (Προκόπιος) важнейший историк ранней византийской эпохи; родился на исходе V в. в Палестинской Кесарии. Получив отличное риторическое и юридическое образование, он переселился в столицу и занял (527) место секретаря и юрисконсульта при Велисарии … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Прокопий, историк — (Προκόπιος) важнейший историк ранней византийской эпохи; родился на исходе V в. в Палестинской Кесарии. Получив отличное риторическое и юридическое образование, он переселился в столицу и занял (527) место секретаря и юрисконсульта при Велисарии … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Προκοπίοις — Προκόπιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προκοπίου — Προκόπιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προκοπίῳ — Προκόπιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προκόπιε — Προκόπιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προκόπιον — Προκόπιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Прокопий (Петридис) — Епископ Прокопий Επίσκοπος Προκόπιος Епископ Христианупольский, викарий Никеаской митрополии c 23 июня 2010 года … Википедия